" Ως δημιουργικός συντελεστής σε αυτήν την παράσταση, ειδικότερα στο αντικείμενο της σκηνογραφίας, προσπάθησα σε συνεργασία με την σκηνοθεσία του έργου, να φανώ ευρηματικός και να πετύχω την ενότητα ύφους που απαιτούνταν. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, χτίστηκαν παράλληλα και σε γνώση του σκηνοθέτη, ο οποίος με τη σειρά του, θα τα αξιοποιήσει, και θα τα προβάλλει με την κίνηση, την έκφραση των ηθοποιών και θα τους δώσει "ζωή". Σε αυτό το σημείο, βασικό ρόλο παίζει και ο σχεδιαστής των φωτισμών, που θα προσφέρει, με μαγικό τρόπο μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Στα "Αφεντικά", χρησιμοποίησα ύφασμα, ξύλο και χαρτί, δημιουργώντας υφές στην ύλη και αποφεύγοντας τον ρεαλισμό. Το σκηνογραφικό σύνολο - απλωμένο σε δύο μέρη - στήθηκε υποδηλωτικά, αφαιρετικά και συνειδητά στυλιζαρισμένο. Από τη μία, το ναυαγισμένο καράβι, με τα στραπατσαρισμένα πανιά και ξάρτια, μισογερμένο στην ακτή. Από την άλλη το "παράξενο" περιβάλλον του νησιού, που έπρεπε να προκαλεί εντύπωση και υποβολή. Παντού σχοινιά - "ιστοί", σύμβολα δέσμευσης και έλειψης ελευθερίας, λιτή ζωγραφική επέμβαση στις επιφάνειες, συνδυάζοντας τον συμβολισμό των δεσμών, αλλά και του τάστου των μουσικών οργάνων, αφού στην παράσταση υπήρχε η μουσική σκηνική παρουσία. Πρόκληση ήταν και πιστεύω ότι λειτούργησε όμορφα η σκηνοθετική άποψη, για την χρήση μερών του σκηνικού και ένταξή τους στην θεατρική πράξη όπως η σανίδα/τάστο, το καραβόσχοινο, αλλά και η μάσκα του Αρλεκίνου ή το πιστόλι της Ευφροσύνης. Κλείνω τέλος με λίγα λόγια από τον Πήτερ Μπρουκ, ο οποίος σημειώνει: "...το σκηνικό είναι η γεωμετρία της τελικής μορφής του έργου - καλός σκηνογράφος είναι αυτός που προχωρεί βήμα βήμα, παράλληλα με τον σκηνοθέτη, γυρίζει πίσω, επιφέρει αλλαγές, αναθεωρεί, καθώς μορφοποιείται βαθμιαία η τελική σύλληψη." Πήτερ Μπρούκ, "Η Σκηνή χωρίς Όρια", εκδ. Εγνατία, 1976.
"Πραγματικά σε αυτήν την θεατρική παραγωγή, προσπάθησα να δημιουργήσω ένα ύφος, βασισμένος στη εικαστική θεώρηση ενός ιδιαίτερου θεατρικού εγχειρήματος, όπως ήταν η συγκεκριμένη παράσταση - κάτι που στη θεατρική εικαστική γλώσσα είναι άλλωστε αυτονόητο. Οι δυσκολίες πολλές... Η διαχείριση δύο αντρικών σωματότυπων που θα έπρεπε να "χωρέσουν" σε γυναικεία ρούχα, με τρόπο ώστε να μην φαίνεται γελοίος, λειτούργησε άψογα. Επίσης, η αλλαγή των ρούχων που γίνεται επί σκηνής, μπροστά στους θεατές, έπρεπε να είναι άμεση, "άνετη" και θεατρικά λειτουργική. Τέλος όλα σχεδόν τα ρούχα, μετασχηματίστηκαν κι απέκτησαν εικαστική οπτική, αφού το χρώμα και το πινέλο τα "είδε" σαν καμβάδες, όπου πάνω τους ισορρόπησε το χρωματικό ύφος του έργου, που είναι και το πιο δύσκολο σημείο για όποιον αναλαμβάνει να αποδώσει σωστά την απαιτούμενη "ατμόσφαιρα". Σε όλα αυτά πιστεύω ότι το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό. Θα συμπληρώσω τις σκέψεις μου, δανειζόμενος τα λόγια του Φαίδωνα Πατρικαλάκη: " Κάθε ένα χρώμα μόνο του, μπορεί να μην παρουσιάζει χρωματική δυσκολία. όταν όμως σε ορισμένες σκηνές, ενώνονται πολλοί χαρακτήρες πολλοί ρόλοι δηλαδή, συμμετέχουν πολλά χρώματα, τότε η δυσκολία δείχνει τεράστια, κι απαιτούνται ιδιαίτερα προσόντα. Για μια τέτοια πολλαπλή χρωματική φροντίδα, ο ενδυματολόγος πρέπει να διαθέτει βαθιά γνώση των χρωμάτων. Το χρώμα αποτελεί το πιο σημαντικό στοιχείο του παρασταινόμενου, εδραιώνει ανάγλυφα το βαθύ νόημα του θεατρικού έργου... Ο σκηνογράφος δεν εμπνέεται από το ρεαλιστικό χρώμα των διαφόρων πραγμάτων, αλλά από ένα συμβολικό χρώμα, ένα ειδικό, ένα θεατρικοποιημένο, προσπαθώντας να αποκαλύψει τη βαθύτερη ουσία του θεατρικού έργου. Κάθε έργο διαθέτει το δικό του μυστηριακό χρώμα, τη δική του χρωματική εκφραστικότητα, που υποχρεούται να προβάλλει ο σκηνογράφος κι ο ενδυματολόγος." (Φαίδων Πατρικαλάκης - "Ιστορία της Σκηνογραφίας" εκδ. Αιγόκερως, 1984)'